- ριζοτομώ
- ῥιζοτομῶ, -έω, ΝΜΑ [ῥιζοτόμος]κόβω και συλλέγω ρίζες για φαρμακευτική ή μαγική χρήσηαρχ.1. συλλέγω ρίζες για τροφή2. περικόπτω τις ρίζες δέντρου σκάβοντας τον χώρο γύρω από αυτές («συκῆ ῥιζοτομηθεῑσα», Θεόφρ.)3. μτφ. ξεριζώνω, αφανίζω («τοὺς κατὰ τὴν Μακεδονίαν ἐριζοτόμησαν» Διόδ. Σικ.).
Dictionary of Greek. 2013.